- κόρου
- κόρος 1satietymasc gen sgκόρος 2boymasc gen sgκόρος 3besommasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
Bataille de Couroupédion — Informations générales Date Février 281 av. J. C. Lieu Près de Sardes Issue Victoire de Séleucos Belligérants Royaume de Syrie et leurs alliés … Wikipédia en Français
обь˫аданиѥ — ОБЬ˫АДАНИ|Ѥ (7*), ˫А с. Неумеренность в еде, обжорство: храни ˫а вьсею силою своѥю отъ ѡ||бь˫адани˫а и пи˫аньства. Изб 1076, 36 об.–37; си же сѹть дѣла сотонина... разбои пь˫аньство. обь˫адание. плѣти ѹгожениѥ. СбТр XII/XIII, 25 об.; преоканьныи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναλλοιώ — ἐναλλοιῶ ( όω) (AM) κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν, αλλοιώνω, μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («μὴ ὑπὸ κόρου καὶ πλησμονῆς ἐναλλοιωθῶσιν», Δαμασκ.) … Dictionary of Greek
κορίσκομαι — (Α) 1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.) 2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. τού κορέννυμι*, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ ε σ τού αορ.] … Dictionary of Greek
λεθέκ — λεθέκ, τὸ (Α) εβραϊκό μέτρο χωρητικότητας στερεών σωμάτων, που ήταν το μισό τού κόρου, γι αυτό και μεταφράζεται από τον Ιερώνυμο ημικόριον, περιλάμβανε πέντε μπαθ ή εφίς και ισοδυναμούσε με 194,40 σημερινές λίτρες … Dictionary of Greek
ογκομετρικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη μέτρηση τού όγκου ενός σώματος 2. (για μετρητή, αντλία, συμπιεστή κ.λπ.) χαρακτηρισμός αντίστοιχης διάταξης τής οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία καθορίζεται από τον όγκο τού διερχόμενου μέσα από αυτήν όγκου… … Dictionary of Greek
σάτον — τὸ, Α μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 τού κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. şeah] … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek
φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… … Dictionary of Greek